-
1 экзамен
экзамен м η εξέταση (чаще мн. οι εξετάσεις); приёмные \экзамены οι εισαγωγικές εξετάσεις; выпускные \экзамены οι απολυτήριες εξετάσεις· сдавать \экзамен δίνω εξετάσεις* * *мη εξέταση (чаще мн. οι εξετάσεις)приёмные экза́мены — οι εισαγωγικές εξετάσεις
выпускны́е экза́мены — οι απολυτήριες εξετάσεις
сдава́ть экза́мен — δίνω εξετάσεις
-
2 экзамен
-а α.εξέταση•государственные -ы πτυχιακές εξετάσεις•
сдавать -ы δίνω εξετάσεις•
устные -ы προφορικές εξετάσεις•
письменные -ы γραπτές εξετάσεις•
-ы на аттестат -зрелости απολυτήριες εξετάσεις•
переходные -ы προαγωγικ,ές εξετάσεις.
|| μτφ. έλεγχος, δοκιμασία. -
3 экзамен
экзаменм ἡ ἐξέταση [-ις]:письменный \экзамен ἡ γραπτή ἐξέταση· устный \экзамен ἡ προφορική ἐξέταση· государственные \экзамены ἡ κρατικές ἐξετάσεις· конкурсный \экзамен ὁ διαγωνισμός· выдержать \экзамены πετυχαίνω στίς ἐξετάσεις· сдавать \экзамены δίνω ἐξετάσεις· провалиться на \экзаменах ἀποτυχαίνω στίς ἐξετάσεις. -
4 вступительный
вступительный 1) εισαγωγικός, εισιτήριος \вступительныйые экзамены οι εισαγωγικές εξετάσεις 2): \вступительныйое слово о εναρκτήριος λόγος* * *1) εισαγωγικός, εισιτήριοςвступи́тельные экза́мены — οι εισαγωγικές εξετάσεις
2)вступи́тельное сло́во — ο εναρκτήριος λόγος
-
5 выдержать
выдержать, выдерживать (вытерпеть) βαστώ, αντέχω, υπομένω· \выдержать боль αντέχω στον πόνο ◇ \выдержать экзамен πετυχαίνω ( στις εξετάσεις)* * *= выдерживать( вытерпеть) βαστώ, αντέχω, υπομένωвы́держать боль — αντέχω στον πόνο
••вы́держать экза́мен — πετυχαίνω ( στις εξετάσεις)
-
6 выпускной
выпускной: \выпускнойые экзамены οι απολυτήριες εξετάσεις \выпускной вечер η γιορτή των τελειοφοίτων* * *выпускны́е экза́мены — οι απολυτήριες εξετάσεις
выпускно́й ве́чер — η γιορτή των τελειοφοίτων
-
7 держать
держать в разн. знач. κρα τώ, βαστώ \держать что-л. в руках βαστώ στα χέρια κάτι \держать в тайне κρατώ μυστικό \держать сло во κρατώ το λόγο μου; \держать экзамен δίνω (τις) εξετάσεις \держаться 1) κρατιέμαι \держаться на чём-л. κρατιέμαι από κάτι \держаться вместе είμαστε μαζί \держаться·за руки κρατιέμαι χέρι με χέρι \держаться в стороне μένω παράμερα 2) трен. (придерживаться ακολουθώ, υποστηρίζω* * *в разн. знач.κρατώ, βαστώдержа́ть что-л. в рука́х — βαστώ στα χέρια κάτι
держа́ть в та́йне — κρατώ μυστικό
держа́ть сло́во — κρατώ το λόγο μου
держа́ть экза́мен — δίνω (τις) εξετάσεις
-
8 зачёт
зачёт м (в учебном заведении) η δοκιμασία, η εξέταση ( δίχως βαθμολόγηση) сдать \зачёты δίνω εξετάσεις* * *м( в учебном заведении) η δοκιμασία, η εξέταση (δίχως βαθμολόγηση) -
9 письменный
письменный 1) γραπτός, γραφτός· \письменный экзамен τα γραφτά, οι γραφτές εξετάσεις 2);\письменный стол το γραφείο· \письменныйые принадлежности τα γραφικά είδη письмо с το γράμμα, η επιστολή· заказное \письменный η συστημένη επιστολή· ценное \письменный το γράμμα αξίας* * *1) γραπτός, γραφτόςпи́сьменный экза́мен — τα γραφτά, οι γραφτές εξετάσεις
2)пи́сьменный стол — το γραφείο
пи́сьменные принадле́жности — τα γραφικά είδη
-
10 приёмный
приёмный 1) (об отце и т.п.) θετός· \приёмный сын о θετός γιος, о παραγιός 2): \приёмныйые часы οι ώρες υποδοχής З): \приёмныйые экзамены οι εισιτήριες εξετάσεις* * *1) (об отце и т. п.) θετόςприёмный сын — ο θετός γιος, ο παραγιός
2)приёмные часы́ — οι ώρες υποδοχής
3)приёмные экза́мены — οι εισιτήριες εξετάσεις
-
11 сдавать
сдавать, сдать 1) ( παρα) δίνω 2) (внаём) νοικιάζω, δίνω με νοίκι 3): \сдавать экзамены δίνω εξετάσεις \сдаваться παραδίνομαι* * *= сдать1) (παρα-)δίνω2) ( внаём) νοικιάζω, δίνω με νοίκι3)сдава́ть экза́мены — δίνω εξετάσεις
-
12 сессия
сессия ж 1) η σύνοδος 2): экзаменационная \сессия οι εξετάσεις (η περίοδος εξετάσεων)* * *ж1) η σύνοδος2)экзаменацио́нная се́ссия — οι εξετάσεις (η περίοδος εξετάσεων)
-
13 устный
устный προφορικός; \устныйые экзамены οι προφορικές εξετάσεις* * *у́стные экза́мены — οι προφορικές εξετάσεις
-
14 натаскивать
натаскивать Iнесов (приносить в ко-ком-л. количестве) φέρνω, κουβαλώ. (натаскивать IIнесов1. (собсису) γυμνάζω·2. перен (человека) разг προγυμ-, νάζω:\натаскивать к экзамену προγυμνάζω γιά τί4 ἐξετάσεις, προετοιμάζω γιά τίς ἐξετάσεις. -
15 отэкзаменовать
-
16 провалить
-валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проваленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. γκρεμίζω•провалить потолок γκρεμίζω την οροφή•
на половину μισογκρεμίζω.
2. μτφ. οδηγώ σε αποτυχία, χαλνώ•провалить всё дело χαλνώ όλη την υπόθεση.
|| σπαραλιάζω, εξουδετερώνω (γιαπα• ράνομη οργάνωση, παράνομους). || απορρίπτω, δε δέχομαι αποποιούμαι•провалить предложение απορρίπτω πρόταση.
|| απορρίπτω μαθητή (στις εξετάσεις).3. (απλ.) κινούμαι (κατά μάζες)•тучи -ли на восток τα σύννεφα κινήθηκαν κατά την ανατολή.
1. πέφτω•провалить в яму πέφτω στο λάκκο.
2. γκρεμίζομαι καταρρέω. || σπάζω από το βάρος. || χαλνώ, στραβώνω. || βαθουλώνω, γίνομαι βαθουλός (για μάτια, μάγουλα).3. μτφ. αποτυχαίνω πλήρως, ναυαγώ•планы -лись τα σχέδια ναυάγησαν.
|| εξουδετερώνομαι σπαραλιάζω (για παράνομες οργανώσεις, παράνομους). || απορρίπτομαι (στις εξετάσεις).4. εξαφανίζομαι, χάνομαι, γίνομαι άφαντος εξατμίζομαι.5. προστκ. απλ. -ись, -литесь ξεκουμπίσου, -στήτε, γκρεμίσου, -στήτε.εκφρ.как (точно) сквозь землю -лся – σα να τον κατάπιε η γη (εξαφανίστηκε χωρίς αφήσει ίχνη)•-лись я!; провалить на этом (самом) месте! – (απλ.) να πεθάνω εδώ αυτή τη στιγμή! να μην προφτάσω να πάω στο σπίτι! (όρκος). -
17 сессия
-и θ.1. σύνοδος, συνεδρία•сессия верховного совета СССР σύνοδος του Ανώτατου Συμβουλίου της ΕΣΣΔ•
решения -и αποφάσεις της συνόδου.
2. εξετάσεις ή περίοδος εξετάσεων•зимняя -οι χειμερινές εξετάσεις (2ου τρίμηνου ή 1ου εξάμηνου).
-
18 срезать
срезать 1ρ.σ.μ.1. αποκόπτω, κόβω•срезать цветов κόβω λουλούδια•
срезать провода κόβω τα καλώδια.
|| μειώνω, ελαττώνω•срезать ставку περικόπτω το μισθό.
2. μτφ. σκοτώνω, φονεύω• θερίζω•снаряд его -ал τον έκανε κομμάτια το βλήμα.
|| κατασυγκλονίζω, συνταράσσω• καταπτοώ•новое несчастье -ло е το καινούριο δυστύχημα την κατασυγκλόνησε.
3. μτφ. διακόπτω (ομιλούντα) • συγχύζω.4. (απλ.) απορρίπτω (κόβω) στις εξετάσεις•его -ал преподаватель математики τον έκοψε ο καθηγητής των μαθηματικών.
1. (απλ.) απορρίπτομαι, κόβομαι (στις εξετάσεις).2. λογομαχώ, φιλονικώ. || παίζω πεισματώδικα, με μανία•срезать в карты παίζω με μανία χαρτιά.
ρ.δ.βλ. срезать(ся). -
19 выдерживать
1. (подвергаться действию давления, движения и т.п.) δέχομαι 2. (стойко переносить) αντέχω 3. (подвер-гать испытанию, проверке) αντέχω, πετυχαίνω 4. (древесину) ξηραίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выдерживать
-
20 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
См. также в других словарях:
ἐξετάσεις — ἐξέτασις close examination fem nom/voc pl (attic epic) ἐξέτασις close examination fem nom/acc pl (attic) ἐξετάζω examine well aor subj act 2nd sg (epic) ἐξετάζω examine well fut ind act 2nd sg ἐξετάζω examine well aor subj act 2nd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
προφορικός — ή, ό / προφορικός, ή, ον, ΝΜΑ [προφορά] αυτός που εκφράζεται με προφορά, με εκφώνηση, σε αντιδιαστολή προς τον ενδιάθετο ή τον γραπτό (α. «προφορικές εξετάσεις» β. «καὶ τοῡ ἐνδιαθέτου λόγου καὶ τοῡ προφορικοῡ», Πλούτ. γ. «ἀνθρωπινωτέρως… … Dictionary of Greek
αναμενόμενη τιμή — Στη θεωρία των πιθανοτήτων, η μέση τιμή ενός μεγέθους, n υπολογισμένη από τη συνάρτηση κατανομής f(n), που δείχνει πόσες φορές εμφανίζεται μία συγκεκριμένη τιμή του μεγέθους n. Ας υποθέσουμε ότι ένας μαθητής σε μια περίοδο μερικών χρόνων έδωσε… … Dictionary of Greek
ρευματισμός — Κατά την κοινή ορολογία σημαίνει επώδυνη πάθηση του μυοσκελετικού συστήματος (οστά, αρθρώσεις, μύες και τένοντες)· η ιατρική, αντίθετα, με τον όρο αυτό αναφέρεται σε μια ομάδα νοσημάτων, που έχουν μερικά κοινά παθογενετικά και ανατομοπαθολογικά… … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
δοκιμασία — η (AM δοκιμασία) [δοκιμάζω] εξέταση, έλεγχος, έρευνα για έγκριση μσν. νεοελλ. 1. δοκιμή, απόπειρα 2. ταλαιπωρία, βάσανο νεοελλ. 1. φρ. «γραπταί δοκιμασίαι» εξετάσεις για να κριθεί η κατάταξη, προαγωγή, απόλυση μαθητών 2. «ηπατικές δοκιμασίες»… … Dictionary of Greek
εισαγωγικός — ή, ό (AM εἰσαγωγικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εισαγωγή νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εισαγωγικά σημείο στίξης που δηλώνει ότι πρόκειται για αυτολεξεί μεταφορά λόγων άλλου ή για παράδειγμα 2. φρ. α) «εισαγωγικές… … Dictionary of Greek
εισιτήριος — ο (AM εἰσιτήριος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο, με τον οποίο παραχωρείται ή καθιερώνεται το δικαίωμα εισόδου (α. «εισιτήριοι εξετάσεις» εισαγωγικές εξετάσεις β. «εισιτήριος λόγος» εναρκτήριος λόγος γ. «εἰσιτήριοι θυσίαι»… … Dictionary of Greek